διαθεσιμότητα — η 1. προσωρινή απομάκρυνση υπαλλήλου από τη θέση του: Τέθηκε σε διαθεσιμότητα για πέντε μήνες. 2. τιμητική διαθεσιμότητα η αποστράτευση ενός αξιωματικού που αν και τραυματίστηκε βαριά, διατηρεί τα δικαιώματα των ομοιοβάθμων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθέσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί 2. (για στρατιωτικό ή πολιτικό υπάλληλο) αυτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα 3. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη 4. (οικ.) (σε πληθ.) τα διαθέσιμα (ενν.… … Dictionary of Greek
μεγαχειρόπτερα — (megachiroptera). Υπόταξη νυχτερίδων, αποκλειστικά του Παλαιού Κόσμου. Διακρίνονται από την άλλη υπόταξη των χειροπτέρων (τα μικροχειρόπτερα) όχι μόνο από το μέγεθός τους, αλλά και από την παρουσία νυχιών στον αντίχειρα και στο δεύτερο δάχτυλο,… … Dictionary of Greek
μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… … Dictionary of Greek
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
Γκρατσιάνι, Ροντόλφο — (Rodolfo Graziani, 1882 – 1955).Ιταλός στρατιωτικός. Διετέλεσε αναπληρωτής του κυβερνήτη της Κυρηναϊκής (1930 34) και κυβερνήτης της Ιταλικής Σομαλίας (1935). Ο βαθμός του στρατάρχη τού απονεμήθηκε στον Ιταλοαιθιοπικό πόλεμο (1935 36). Διαδέχτηκε … Dictionary of Greek
Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… … Dictionary of Greek
Κατρακάζης — Επώνυμο οικογένειας, η οποία καταγόταν από τη Μάνη και μετανάστευσε στη Ρωσία. Άκμασε κατά τον 18o και τον 19o αι. Είναι γνωστή και ως Κατρακάζυ ή Κατακάζη ή Κατακάζυ. 1. Γαβριήλ (1787 – 1868).Διπλωμάτης.Το 1818 υπηρέτησε ως υπάλληλος της ρωσικής … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
Λο, Τζον — (John Law, Εδιμβούργο 1671 – Βενετία 1729). Βρετανός τραπεζίτης και οικονομολόγος. Ανήκε σε πλούσια οικογένεια, και, αν και είχε άστατη ζωή, απέκτησε βαθιά γνώση των οικονομικών και τραπεζικών ζητημάτων. Το 1694, επειδή σκότωσε κάποιον σε… … Dictionary of Greek